τυράγνια

τυράγνια
η , τυράγνιο τό мука, мучение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τυράγνια" в других словарях:

  • τυράγνια — η, Ν βλ. τυραννία …   Dictionary of Greek

  • τυραννία — τυραννία, η και τυράννια, η και τυραγνία, η και τυράγνια, η και τυράγνιο, το 1. η εξουσία του τυράννου, πιεστική και αυθαίρετη διοίκηση, τυραννίδα. 2. μτφ., καταναγκασμός, καταπίεση, μαρτύριο, παίδεμα, βάσανο: Αυτοί οι πόνοι της αρρώστιας είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυράννισμα — και τυράγνισμα, το, Ν [τυραννίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυραννώ, τυραννία, τυράγνια …   Dictionary of Greek

  • τυραννία — η, ΝΜΑ, και τυραννία και τυραγνία, η, και τυράγνιο, το, Ν [τύραννος] η εξουσία τού τυράννου, τυραννίδα νεοελλ. (κατ επέκτ.) καταδυνάστευση, καταπίεση, βασανισμός (α. «δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τυράννια του» β. «αυτή δεν είναι ζωή, είναι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»